μοιχικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μοιχικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[распутный]], [[развратный]] (μ. καὶ [[ἀκόλαστος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).
|elrutext='''μοιχικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[распутный]], [[развратный]] (μ. καὶ [[ἀκόλαστος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[касающийся прелюбодеяния]] (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοιχικός]], ή, όν<br />adulterous, μ. διαβολαί accusations of [[adultery]], Luc.
|mdlsjtxt=[[μοιχικός]], ή, όν<br />adulterous, μ. διαβολαί accusations of [[adultery]], Luc.
}}
}}

Revision as of 19:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχικός Medium diacritics: μοιχικός Low diacritics: μοιχικός Capitals: ΜΟΙΧΙΚΟΣ
Transliteration A: moichikós Transliteration B: moichikos Transliteration C: moichikos Beta Code: moixiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A adulterous, λέκτρα Ps.-Phoc.178; ᾠδαί Ath.15.697b; of persons, Plu.2.18e; μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.Cal.14.

German (Pape)

[Seite 199] ehebrecherisch, λέκτρα, Phocyl. 166, u. öfter bei Plut.; διαβολαί, wegen Ehebruchs, Luc. calumn. 14. – Adv. μοιχικῶς, Schol. Lycophr. 87.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχικός: -ή, -όν, εἰς μοιχείαν ἀνήκων, λέκτρα Ψευδο-Φωκυλ. 166· ᾠδαὶ Ἀθήν. 697Β· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 18F· μ. διαβολαί, κατηγορίαι ἐπὶ μοιχείᾳ, Λουκ. π. Διαβολ. 14. - Ἐπίρρ. μοιχικῶς, Ἀθαν. ΙΙ, 1173Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 d’adultère, qui concerne l’adultère;
2 enclin à l’adultère.
Étymologie: μοιχός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μοιχικός, -ή, -όν) μοιχός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.)
2. επιρρεπής προς τη μοιχεία.
επίρρ...
μοιχικῶς (ΑΜ)
με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.

Greek Monotonic

μοιχικός: -ή, -όν, μοιχικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιχεία, μοιχικαὶ διαβολαί, κατηγορίες για διάπραξη μοιχείας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχικός:
1) распутный, развратный (μ. καὶ ἀκόλαστος Plut.);
2) касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).

Middle Liddell

μοιχικός, ή, όν
adulterous, μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.