ἐγγραφή: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγγρᾰφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> внесение в список, записывание, регистрация (αἱ εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφαί Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[список]] (οἱ κατὰ τὰς ἐγγραφὰς καταδικασθέντες Arst.). | |elrutext='''ἐγγρᾰφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[внесение в список]], [[записывание]], [[регистрация]] (αἱ εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφαί Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[список]] (οἱ κατὰ τὰς ἐγγραφὰς καταδικασθέντες Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐγγρᾰφή, ἡ,<br />a registering, [[registration]], Dem. [from ἐγγρᾰ́φω] | |mdlsjtxt=ἐγγρᾰφή, ἡ,<br />a registering, [[registration]], Dem. [from ἐγγρᾰ́φω] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, Dor. ἐγγροφά IG 4.1485.126 (Epid.), A registration, πολιτῶν Arist.Ath.43.1, cf. Ph.2.51; of persons on the list of their deme, D.39.5 (pl.), IG22.1028.6 (pl.); of ἄτιμοι, D.25.28; of public debtors, Id.37.6; of those subject to penalties, Arist.Pol.1322a1 (pl.). II engraving of an inscription, Ἀρχ.Ἐφ. 1911.141 (Gonni). 2 Geom., inscribing of a figure, Papp. 150.8, al.; cf. ἐκγραφή. -ής, ές, = ἔγγραφος, Anon. in EN245.30.
German (Pape)
[Seite 701] ἡ, das Einschreiben; τῶν θεσμοθετῶν, Dem. 25, 28 u. Sp., bes. in Athen, Einschreibung in die Bürgerrolle, αἱ εἰς τοὺς δημότας Dem. 39, 5; auch die Einschreibung der zu einer Geldstrafe Verurtheilten auf Tafeln, die auf der Akropolis aufgestellt wurden, Arist. pol. 6, 5. Vgl. Meier u. Schömann S. 743.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγρᾰφή: ἡ, ἡ εἰς τὰ δημόσια ἀρχεῖα ἐγγραφὴ τοῦ πολίτου, συμβάσης δὲ τῷ πατρὶ τῆς τελευτῆς, πρὶς τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι Δημ. 996. 2· ἡ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἀτίμων ἐγγραφή, ὁ αὐτ. 778. 18., 968 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆ (ἡ) :
inscription, enregistrement.
Étymologie: ἐγγράφω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἐγγροφά IG 42.103.136 (Epidauro IV a.C.)
• Grafía: en pap. graf. ἐνγ-
I 1inscripción, registro de diferentes situaciones civiles: de los demotas πρὶν τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι D.39.5, de deudores públicos, D.25.28, 37.6, Arist.Pol.1322a1, πολιτῶν Arist.Ath.43.1, cf. Ph.2.51, Luc.Herm.24, de los efebos IG 22.1028.6 (II/I a.C.), εἰς τὰ ἀρχεῖα τὰ δημόσια D.H.2.26.
2 inscripción sobre piedra εἰς τὰν στάλαν IG l.c., τοῦ ψηφίσματος Gonnoi 92.7 (II a.C.).
3 escrito, carta ἦλθεν αὐτῷ ἐγγραφὴ παρὰ Ηλιου τοῦ προφήτου LXX 2Pa.21.12.
4 geom. hecho de inscribir poliedros en una esfera, Papp.150.
II jur. acusación, denuncia, SB 10989.39 (IV d.C.), cf. Poll.8.29.
Greek Monolingual
η (AM ἐγγραφή)
η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο του ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος
νεοελλ.
1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή συνδρομητών»)
2. καταχώριση συναλλαγών σε λογιστικά βιβλία
3. μηχανική, οπτική, μαγνητική εγγραφή ήχου σε δίσκο, μαγνητική ταινία κ.λπ.
αρχ.
1. καταγραφή στα δημόσια αρχεία
2. χάραξη επιγραφής
3. η καταγραφή όσων καταδικάστηκαν σε πρόστιμο πάνω στους ειδικούς πίνακες της Ακρόπολης.
Greek Monotonic
ἐγγρᾰφή: ἡ, η καταγραφή, καταχώρηση, εγγραφή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγρᾰφή: ἡ
1) внесение в список, записывание, регистрация (αἱ εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφαί Dem.);
2) список (οἱ κατὰ τὰς ἐγγραφὰς καταδικασθέντες Arst.).
Middle Liddell
ἐγγρᾰφή, ἡ,
a registering, registration, Dem. [from ἐγγρᾰ́φω]