παραδόσιμος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradosimos | |Transliteration C=paradosimos | ||
|Beta Code=parado/simos | |Beta Code=parado/simos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], <span class="bibl">Plb.6.54.2</span>, <span class="bibl">12.5.5</span>, etc.; <b class="b3">π. στήλη</b> [[commemorative]] tablet, <span class="bibl">Id.12.10.9</span>; <b class="b3">π. ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], <span class="bibl">D.S.4.56</span>; [[παραδόσιμα]], [[τά]], | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], <span class="bibl">Plb.6.54.2</span>, <span class="bibl">12.5.5</span>, etc.; <b class="b3">π. στήλη</b> [[commemorative]] tablet, <span class="bibl">Id.12.10.9</span>; <b class="b3">π. ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], <span class="bibl">D.S.4.56</span>; [[παραδόσιμα]], [[τά]], [[temple-property handed down]], IG7.303.8 (Orop.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).
German (Pape)
[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.
Greek Monolingual
-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
Greek Monotonic
παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραδόσῐμος:
1) передаваемый из рода в род, переходящий по наследству (φήμη, δόξα Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;
2) увековечивающий, памятный (στήλη Polyb.).
Middle Liddell
παραδόσῐμος, ον,
handed down, hereditary, Polyb.