μακρόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d’une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]].
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκωλος Medium diacritics: μακρόκωλος Low diacritics: μακρόκωλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: makrókōlos Transliteration B: makrokōlos Transliteration C: makrokolos Beta Code: makro/kwlos

English (LSJ)

ον, A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1. 2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres longs en parl. d'une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.

Greek Monolingual

μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισόκωλος, μονόκωλος)].

Greek Monotonic

μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μακρόκωλος: рит.
1) состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2) ирон. пишущий длинными периодами Arst.

Middle Liddell

μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.