κονίπους: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονίπους, gen. - ποδος [κόνις, πούς] slof.
|elnltext=κονίπους, gen. - ποδος ([[κόνις]], [[πούς]]) [[slof]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κονίπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[с запыленными ногами]] (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> «[[пыльники]]», легкая обувь Arph.
|elrutext='''κονίπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[с запыленными ногами]] (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> «[[пыльники]]», легкая обувь Arph.
}}
}}

Revision as of 10:29, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 1481] οδος, s. κονιόπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds poudreux ; paysan ou homme du peuple.
Étymologie: κόνις, πούς.

Greek Monolingual

κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῦφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονίπους, gen. - ποδος (κόνις, πούς) slof.

Russian (Dvoretsky)

κονίπους: ποδος ὁ
1) с запыленными ногами (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;
2) «пыльники», легкая обувь Arph.