Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔστολος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1099.png Seite 1099]] wohl gerüstet, wie [[εὐσταλής]], [[ναῦς]] Soph. Phil. 512; ἐΰστολος [[ὁλκάς]] Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird [[εὔζωνος]] dadurch erklärt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1099.png Seite 1099]] wohl gerüstet, wie [[εὐσταλής]], [[ναῦς]] Soph. Phil. 512; ἐΰστολος [[ὁλκάς]] Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird [[εὔζωνος]] dadurch erklärt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστολος''': -ον, = [[εὐσταλής]], [[ναῦς]] Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.
|lstext='''εὔστολος''': -ον, = [[εὐσταλής]], [[ναῦς]] Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστολος Medium diacritics: εὔστολος Low diacritics: εύστολος Capitals: ΕΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: eústolos Transliteration B: eustolos Transliteration C: eystolos Beta Code: eu)/stolos

English (LSJ)

ον, A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603. 2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).

German (Pape)

[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.

Greek Monolingual

εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].

Greek Monotonic

εὔστολος: -ον (στολή), = εὐσταλής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔστολος: хорошо снаряженный, прекрасно оснащенный (ναῦς Soph.).

Middle Liddell

εὔστολος, ον στολή = εὐσταλής, Soph.]