εὐμετάπειστος: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer | |btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d'avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:35, 23 August 2022
English (LSJ)
A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.
Middle Liddell
εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.