εὐμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d’avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d'avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετάπειστος Medium diacritics: εὐμετάπειστος Low diacritics: ευμετάπειστος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eumetápeistos Transliteration B: eumetapeistos Transliteration C: evmetapeistos Beta Code: eu)meta/peistos

English (LSJ)

A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].

Greek Monotonic

εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.

Middle Liddell

εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.