προσοίχομαι: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=s'approcher de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἴχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 07:55, 22 August 2022
English (LSJ)
A have gone to a place, Pi.P.6.4.
German (Pape)
[Seite 774] (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χθονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσοίχομαι: ἀποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω εἴς τινα τόπον, Πινδ. Π. 6. 4.
French (Bailly abrégé)
s'approcher de, acc..
Étymologie: πρός, οἴχομαι.
English (Slater)
προσοίχομαι
1 approach with reverence (cf. ἐποίχομαι) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴχομαι «πηγαίνω»].
Greek Monotonic
προσοίχομαι: αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
προσοίχομαι: подходить, приближаться (ὀμφαλὸν χθονός Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-οίχομαι gaan naar.