χρυσόροφος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au toit d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ὄροφος]].
|btext=ος, ον :<br />au toit d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ὄροφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόροφος Medium diacritics: χρυσόροφος Low diacritics: χρυσόροφος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chrysórophos Transliteration B: chrysorophos Transliteration C: chrysorofos Beta Code: xruso/rofos

English (LSJ)

ον, A with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρῡσ-ώροφος, σκηνή Plu.2.329d.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit d'or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.

Greek Monolingual

και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐραν-όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ-ώροφος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).