ἰξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui porte <i>ou</i> produit de la glu;<br /><b>2</b> englué.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
|lstext='''ἰξοφόρος''': -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ [[ἰξός]], ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, [[δόναξ]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui porte <i>ou</i> produit de la glu;<br /><b>2</b> englué.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοφόρος Medium diacritics: ἰξοφόρος Low diacritics: ιξοφόρος Capitals: ΙΞΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ixophóros Transliteration B: ixophoros Transliteration C: iksoforos Beta Code: i)cofo/ros

English (LSJ)

ον, A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398. II limed, δόναξ Opp.H.1.32.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v.l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.

Greek Monolingual

ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοφόρος: покрывающийся омелой или дающий птичий клей (δρῦς Soph.).