ὅπλισις: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ἡ, das Bewaffnen, die Rüstung; ὁπλίσεις ἀνδρῶν, Ar. Ran. 1034; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]], Plat. Tim. 24 b; [[ἦσαν]] δὲ εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει, Thuc. 3, 22; Xen. u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] ἡ, das Bewaffnen, die Rüstung; ὁπλίσεις ἀνδρῶν, Ar. Ran. 1034; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]], Plat. Tim. 24 b; [[ἦσαν]] δὲ εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει, Thuc. 3, 22; Xen. u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’armer, armement.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅπλῐσις''': ἡ, [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]] πρὸς πόλεμον, [[ὁπλισμός]], περιβολὴ τῆς πανοπλίας, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1036· εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22· περὶ ὅπλισιν τοῦ [δήμου] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 1. 2) [[ὁπλισμός]], τὰ ὅπλα περιληπτικῶς, τῆς ὁπλ. [[σχέσις]] Πλάτ. Τίμ. 24Β. ― Ὁ [[τύπος]] ὁπλῐσία ἐν Ἀνθ. Π. 210, [[εἶναι]] ἐξ εἰκασίας τοῦ Lobeck. | |lstext='''ὅπλῐσις''': ἡ, [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]] πρὸς πόλεμον, [[ὁπλισμός]], περιβολὴ τῆς πανοπλίας, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1036· εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22· περὶ ὅπλισιν τοῦ [δήμου] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 1. 2) [[ὁπλισμός]], τὰ ὅπλα περιληπτικῶς, τῆς ὁπλ. [[σχέσις]] Πλάτ. Τίμ. 24Β. ― Ὁ [[τύπος]] ὁπλῐσία ἐν Ἀνθ. Π. 210, [[εἶναι]] ἐξ εἰκασίας τοῦ Lobeck. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A preparing for war, equipment, accoutrement, arming, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ar.Ra.1036; εὐσταλεῖς τῇ ὁ. Th.3.22; περὶ ὅπλισιν [τοῦ δήμου] Arist.Pol.1297a16. 2 armour, τῆς ὁ. σχέσις Pl.Ti.24b, cf. Ephor.54J.
German (Pape)
[Seite 359] ἡ, das Bewaffnen, die Rüstung; ὁπλίσεις ἀνδρῶν, Ar. Ran. 1034; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις, Plat. Tim. 24 b; ἦσαν δὲ εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει, Thuc. 3, 22; Xen. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’armer, armement.
Étymologie: ὁπλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὅπλῐσις: ἡ, παρασκευή, ἑτοιμασία πρὸς πόλεμον, ὁπλισμός, περιβολὴ τῆς πανοπλίας, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1036· εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22· περὶ ὅπλισιν τοῦ [δήμου] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 1. 2) ὁπλισμός, τὰ ὅπλα περιληπτικῶς, τῆς ὁπλ. σχέσις Πλάτ. Τίμ. 24Β. ― Ὁ τύπος ὁπλῐσία ἐν Ἀνθ. Π. 210, εἶναι ἐξ εἰκασίας τοῦ Lobeck.
Greek Monotonic
ὅπλῐσις: ἡ, εφοδιασμός, προμήθεια, εξοπλισμός, αρμάτωμα, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὅπλῐσις: εως ἡ
1) вооружение, снабжение оружием, надевание оружия Arst., Arph.;
2) вооружение, оружие Thuc., Plat.
Middle Liddell
[From ὁπλιζω]
equipment, accoutrement, arming, Ar., Thuc.