λα-: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=la-
|Transliteration C=la-
|Beta Code=la
|Beta Code=la
|Definition=insep. Prefix with <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intensive]] force, as in [[λακαταπύγων]], [[λακατάρατος]]; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.</span>
|Definition=insep. Prefix with [[intensive]] force, as in [[λακαταπύγων]], [[λακατάρατος]]; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 02:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱ Medium diacritics: λα- Low diacritics: λα- Capitals: ΛΑ-
Transliteration A: la- Transliteration B: la- Transliteration C: la- Beta Code: la

English (LSJ)

insep. Prefix with intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.

Greek Monolingual

λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαικλῆς, Λαίστρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.

Frisk Etymology German

λα-: {la-}
Meaning: verstärkendes Präfix,
Composita: nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: λακαταπύγων (Ar. Ach. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), λακατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι H.; auch λαι- in PN, z. B. Λαικλῆς, Λαισποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in λαίσπαις· βούπαις. Λευκάδιοι H.; λι- in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; vgl. zu λίαν.
Etymology: Verfehlte oder unsichere Kombinationen (λάγνος, λαιψηρός u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.
Page 2,64