νεήκης: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neikis | |Transliteration C=neikis | ||
|Beta Code=neh/khs | |Beta Code=neh/khs | ||
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: ([[ἀκή]] A):— [[newly whetted]] or [[newly sharpened]], Il.13.391. | |Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. [[νεάκης]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (-κίς cod.), ες: ([[ἀκή]] A):—[[newly whetted]] or [[newly sharpened]], Il.13.391. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):—newly whetted or newly sharpened, Il.13.391.
German (Pape)
[Seite 236] ες, neu, eben erst gespitzt, geschärft; πελέκεσσι νεήκεσι, Il. 13, 391. 16, 484; vgl. νεακής; νεηκής ist falsche Aceentuation, s. Spitzner zu Il. 7, 77.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
nouvellement ou fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκή.
Par. νεακόνητος.
Greek Monolingual
νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, -ες (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ-ήκης, ευ-ήκης. Το -η- του τ. (αντί -άκης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].