ἀσάμινθος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asaminthos | |Transliteration C=asaminthos | ||
|Beta Code=a)sa/minqos | |Beta Code=a)sa/minqos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰσᾰ], ἡ,</b | |Definition=[<b class="b3">ᾰσᾰ], ἡ,</b> [[bathing tub]], <b class="b3">ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα</b> having made sit in it, <span class="bibl">Od.10.361</span>; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ <span class="bibl">3.468</span>; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας <span class="bibl">Il.10.576</span>, al.; ἀργυρέας ἀ. <span class="bibl">Od.4.128</span>: rare in Att., <b class="b3">ἐξ ἀ. κύλικος λείβων</b> from a cup [[as large as a bath]], <span class="bibl">Cratin.234</span>; later, <span class="bibl">Artem.1.56</span>, <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>29.37</span> (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 24 August 2022
English (LSJ)
[ᾰσᾰ], ἡ, bathing tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 368] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάμινθος: ἡ, λουτήρ, ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ ἀσάμινθος δὲ ποτήριον ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
baignoire.
Étymologie: -νθος : mot préhell.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Prosodia: [-σᾰ-]
bañera, pila, Il.10.576, Od.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.H.Rel.8.9
•pila, pilón, PStras.555.11 (III d.C.). • DMic.: a-sa-mi-to.
• Etimología: Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. nemsetu, namasitu ‘lavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de ἄκμων q.u.
Greek Monolingual
ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].
Greek Monotonic
ἀσάμινθος: ἡ, μπανιέρα, λουτήρας, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀσάμινθος: (ᾰσᾰ) ἡ бадья, ванна Hom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bath-tub (Il.).
Dialectal forms: Myc. asamito /asaminthos/
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Substr. word with νθ-suffix, as in PlN Κόρινθος, ῎Ολυνθος etc.. (Chantr. Form. 371). - Gaerte PhW 1922, 888 and v. Blumenthal IF 48, 50 point to Sumer. asam, Akk. assammu(m), ansammum earthenware vase for water. Cf. further Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff.; Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Improb. speculations Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 657.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a bathing tub, Od.
Frisk Etymology German
ἀσάμινθος: {asáminthos}
Grammar: f.
Meaning: Badewanne (Hom., davon vereinzelt auch in der übrigen Lit.).
Etymology: Ägäisches LW mit demselben νθ-Suffix wie in den vorgr. Ortsnamen Κόρινθος, Ὄλυνθος usw. (Chantraine Formation 371, Schwyzer 510). Sonst unklar. — Gaerte PhW 1922, 888 und v. Blumenthal IF 48, 50 erinnern an sumer. babyl. asam Tongefäß für Wasser, v. Blumenthal auch, u. zwar weit weniger überzeugend, an den Flußnamen und ON Asamus, bzw. Anasamus in Moesia inferior. Auch die Anknüpfungen an verschiedene andere Namen bei Güntert Sb. Heidelb. 23: 1, 23f. und bei Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff. sind als sehr hypothetisch oder als irrig zu betrachten. Verfehlt ebenfalls Pisani Rend. Acc. Lincei 6: 5, 5f. Erklärung aus dem "Pelasgischen" bei van Windekens Le Pélasgique 3 usw. — Vgl. Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Ältere Versuche sind bei Bq registriert.
Page 1,160