συνθνῄσκω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνθνῄσκω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συνθνῄσκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[умирать вместе]] (τινί Arph., Luc.): ἡ [[εὐσέβεια]] συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. благочестие умирает вместе с людьми, т. е. сопровождает их до самой могилы;<br /><b class="num">2</b> [[дотлевать]], [[угасать]] (συνθνῄσκουσα [[σποδός]] Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 25 November 2022
English (LSJ)
fut. A -θᾰνοῦμαι A.Ag.1139, Ch.979:—die with or together, A. ll.cc., S.Tr.720, etc.: c. dat., θανόντι συνθανεῖν ib.798, Fr.953. 2 of things, συνθνῄσκουσα δὲ σποδός expiring with (the flames), A.Ag. 819; οὐ γὰρ ηὑσέβεια (cj. for ἡ γὰρ εὐσέβεια) σ. βροτοῖς S.Ph.1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.Ra.868; cf. συναποθνῄσκω.
French (Bailly abrégé)
mourir ensemble ou avec, τινι ; en parl. de choses : cendre enflammée qui s'éteint avec la flamme ; piété qui meurt avec les hommes, càd les accompagne jusque dans la mort, etc.
Étymologie: σύν, θνῄσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., θανόντι συνθανεῖν, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα σποδός, αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει ακόμη και στον θάνατό τους, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θνῄσκω samen (met...) sterven, met dat.: οὐ... εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς vroomheid sterft niet samen met de mensen Soph. Ph. 1443.
Russian (Dvoretsky)
συνθνῄσκω:
1 умирать вместе (τινί Arph., Luc.): ἡ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. благочестие умирает вместе с людьми, т. е. сопровождает их до самой могилы;
2 дотлевать, угасать (συνθνῄσκουσα σποδός Aesch.).