συνεκπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[πλέω]]), mit od. zugleich zu Schiffe herausfahren; Thuc. 4, 3; Lys. 13, 23; Is. 6, 2; Dem. u. Folgde, wie Luc. D. D. 20, 15. S. [[συνεκπλώω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[πλέω]]), mit od. zugleich zu Schiffe herausfahren; Thuc. 4, 3; Lys. 13, 23; Is. 6, 2; Dem. u. Folgde, wie Luc. D. D. 20, 15. S. [[συνεκπλώω]].
}}
{{bailly
|btext=s'embarquer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]· μέλλ. -πλευσεῖσθαι Λυσί. 132. 7. Ἐκπλέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 5, Θουκ. 4. 3, κτλ.· μετά τινος Λυσί. 132. 16· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 7 καὶ 10· ― Συνεκπλέουσα ἢ -αι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλιππίδου.
|lstext='''συνεκπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]· μέλλ. -πλευσεῖσθαι Λυσί. 132. 7. Ἐκπλέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 5, Θουκ. 4. 3, κτλ.· μετά τινος Λυσί. 132. 16· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 7 καὶ 10· ― Συνεκπλέουσα ἢ -αι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλιππίδου.
}}
{{bailly
|btext=s'embarquer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπλέω Medium diacritics: συνεκπλέω Low diacritics: συνεκπλέω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΛΕΩ
Transliteration A: synekpléō Transliteration B: synekpleō Transliteration C: synekpleo Beta Code: sunekple/w

English (LSJ)

Ion. συνεκπλώω: fut. inf.
A συνεκπλευσεῖσθαι Lys.13.25:—sail out along with, c. dat., Hdt.1.5, etc.; μετά τινος Lys.13.27: abs., ib.25, Th.4.3: Συνεκπλέουσα or Συνεκπλέουσαι, name of a comedy by Philippides.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. πλέω), mit od. zugleich zu Schiffe herausfahren; Thuc. 4, 3; Lys. 13, 23; Is. 6, 2; Dem. u. Folgde, wie Luc. D. D. 20, 15. S. συνεκπλώω.

French (Bailly abrégé)

s'embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπλέω: Ἰων. -πλώω· μέλλ. -πλευσεῖσθαι Λυσί. 132. 7. Ἐκπλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 5, Θουκ. 4. 3, κτλ.· μετά τινος Λυσί. 132. 16· ἀπολ., αὐτόθι 7 καὶ 10· ― Συνεκπλέουσα ἢ -αι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλιππίδου.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνεκπλώω Α
1. εκπλέω μαζί με κάποιον
2. (το θηλ. της μτχ. ενεστ. στον εν. ή στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνεκπλέουσα ή Συνεκπλέουσαι
ονομασία κωμωδίας του Φιλιππίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπλέω «αποπλέω, διαπλέω»].

Greek Monotonic

συνεκπλέω: Ιων. -πλώω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω στα ανοιχτά μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπλέω: ион. συνεκπλώω (inf. fut. συνεκπλευσεῖσθαι Lys.) отплыть вместе (τινι Her., Thuc. и μετά τινος Lys.; εἰς Λιβύην Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπλέω, Att. ook ξυνεκπλέω samen (met...) of tegelijk (met...) uitvaren; met dat., met μετά + gen. met iem.

Middle Liddell

ionic -πλώω fut. -πλεύσομαι
to sail out along with, τινί Hdt., Thuc.