Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρωνυχία: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l’ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]].
|btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l'ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠχία Medium diacritics: παρωνυχία Low diacritics: παρωνυχία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: parōnychía Transliteration B: parōnychia Transliteration C: paronychia Beta Code: parwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ, A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d. II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3. III trifle, Plb.12.4a.1.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l'ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠχία:заусеница Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.