χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1380.png Seite 1380]] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1380.png Seite 1380]] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vase d'or;<br /><b>2</b> vêtement brodé d'or;<br /><b>3</b> chaussure brodée d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσίς''': -ίδος, ἡ, χρυσῆ [[φιάλη]], χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· [[λέξις]] τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ [[ἐσθής]], χρυσοκέντητος [[στολή]], Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ [[κρηπίς]], [[σανδάλιον]] χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.
|lstext='''χρῡσίς''': -ίδος, ἡ, χρυσῆ [[φιάλη]], χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· [[λέξις]] τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ [[ἐσθής]], χρυσοκέντητος [[στολή]], Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ [[κρηπίς]], [[σανδάλιον]] χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vase d'or;<br /><b>2</b> vêtement brodé d'or;<br /><b>3</b> chaussure brodée d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a. II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d'or;
2 vêtement brodé d'or;
3 chaussure brodée d'or.
Étymologie: χρυσός.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῖς θεοῖς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].

Greek Monotonic

χρῡσίς: -ίδος, ἡ,
I. χρυσή φιάλη, χρυσό σκεύος, σε Αριστοφ.
II. χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσίς: ίδος ἡ1) золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2) шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3) расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).

Middle Liddell

χρῡσίς, ίδος, ἡ,
I. a vessel of gold, piece of gold plate, Ar.
II. a gold-broidered dress or shoes, Luc.

English (Woodhouse)

gold cup

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)