σταύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σταύρωσις:''' εως ἡ обнесение кольями, укрепление частоколом Thuc. | |elrutext='''σταύρωσις:''' εως ἡ [[обнесение кольями]], [[укрепление частоколом]] Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:05, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, stockade, crucifixion, Th.7.25.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.
Greek Monotonic
σταύρωσις: ἡ, περίφραξη με πασσάλους, θανάτωση σε σταυρό, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταύρωσις -εως, ἡ [σταυρόω] palissade.
Russian (Dvoretsky)
σταύρωσις: εως ἡ обнесение кольями, укрепление частоколом Thuc.
Middle Liddell
σταύρωσις, εως,
a palisading, Thuc.