ποθητός: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0645.png Seite 645]] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0645.png Seite 645]] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />désiré <i>ou</i> désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ποθέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποθητός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.
|lstext='''ποθητός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />désiré <i>ou</i> désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ποθέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]).
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]).
}}
}}

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθητός Medium diacritics: ποθητός Low diacritics: ποθητός Capitals: ΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: pothētós Transliteration B: pothētos Transliteration C: pothitos Beta Code: poqhto/s

English (LSJ)

ή, όν, longed for, regretted, IG7.3434 (Chaeronea).

German (Pape)

[Seite 645] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désiré ou désirable.
Étymologie: adj. verb. de ποθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποθητός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποθώ
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).