ποτίκρανον: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />oreiller.<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]] = [[πρός]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτίκρᾱνον''': Δωρ. [[τύπος]] οὗ ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρόσκρ- [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]], = [[προσκεφάλαιον]], Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314. | |lstext='''ποτίκρᾱνον''': Δωρ. [[τύπος]] οὗ ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρόσκρ- [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]], = [[προσκεφάλαιον]], Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. form of πρόσκρ- (which is not found), = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.
German (Pape)
[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).
Greek (Liddell-Scott)
ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κρανον (< κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον].
Greek Monotonic
ποτίκρᾱνον: Δωρ. αντί πρόσ-κρᾱνον, προσκέφαλο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ποτίκρᾱνον: τό дор. Theocr. = * πρόσκρᾱνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτίκρανον -ου, τό [ποτί, κρανίον] Dor., hoofdkussen.
Middle Liddell
[doric for πρόσκρᾱνον]
a cushion, Theocr.