Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πόνημα: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, œuvre difficile.<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πόνημα''': τό, τὸ ἐκπονηθὲν [[ἔργον]], ἡ [[ἐργασία]], μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· [[ἔργον]], [[βιβλίον]], Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.
|lstext='''πόνημα''': τό, τὸ ἐκπονηθὲν [[ἔργον]], ἡ [[ἐργασία]], μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· [[ἔργον]], [[βιβλίον]], Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, œuvre difficile.<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόνημα Medium diacritics: πόνημα Low diacritics: πόνημα Capitals: ΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: pónēma Transliteration B: ponēma Transliteration C: ponima Beta Code: po/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is wrought, work, μελισσᾶν E.IT165 (anap.); a work, book, AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 680] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, œuvre difficile.
Étymologie: πονέω.

Greek (Liddell-Scott)

πόνημα: τό, τὸ ἐκπονηθὲν ἔργον, ἡ ἐργασία, μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· ἔργον, βιβλίον, Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ πονώ
1. το αποτέλεσμα του πονώ, έργο το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο
2. (κυρίως για πνευματικό έργο) συγγραφικό έργο, βιβλίο
μσν.-αρχ.
μικρός ύμνος.

Greek Monotonic

πόνημα: -ατος, τό, έργο που εκτελείται, εργασία, σε Ευρ.· έργο, βιβλίο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πόνημα: ατος τό труд, плод трудов, произведение: π. μελισσᾶν Eur. труд пчел, т. е. мед; Ἰλιὰς τὸ π. μιᾶς χάριν ἐστὶ γυναικός Anth. «Илиада» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т. е. Елены).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόνημα -ατος, τό [πονέω] werk, werkstuk.

Middle Liddell

πόνημα, ατος, τό, [from πονέω
that which is wrought out, work, Eur.: a work, book, Anth.