πωγωνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. [[πωγωνοτρόφος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. [[πωγωνοτρόφος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la barbe, barbu.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πωγωνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, τρέφων [[γένειον]], Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ [[πελάγιος]] τῆς πετραίας, [[διάπυρος]] οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ [[πωγωνοφόρος]] δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, [[ἔνθα]] (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «[[πωγωνοφόρος]] [[οὕτως]] καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ [[μᾶλλον]] βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ [[δέον]] ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης [[ὄνομα]], «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.
|lstext='''πωγωνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, τρέφων [[γένειον]], Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ [[πελάγιος]] τῆς πετραίας, [[διάπυρος]] οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ [[πωγωνοφόρος]] δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, [[ἔνθα]] (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «[[πωγωνοφόρος]] [[οὕτως]] καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ [[μᾶλλον]] βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ [[δέον]] ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης [[ὄνομα]], «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la barbe, barbu.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωγωνοφόρος Medium diacritics: πωγωνοφόρος Low diacritics: πωγωνοφόρος Capitals: ΠΩΓΩΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pōgōnophóros Transliteration B: pōgōnophoros Transliteration C: pogonoforos Beta Code: pwgwnofo/ros

English (LSJ)

ον, wearing a beard, Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.Epigr.46.

German (Pape)

[Seite 826] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. πωγωνοτρόφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la barbe, barbu.
Étymologie: πώγων, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, τρέφων γένειον, Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ πελάγιος τῆς πετραίας, διάπυρος οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ πωγωνοφόρος δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, ἔνθα (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «πωγωνοφόρος οὕτως καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ μᾶλλον βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ δέον ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης ὄνομα, «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.

Greek Monolingual

-α, -ο / πωγωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα
ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο άκρο του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, -ωνος «πιγούνι, γένι» + -φόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonophora].

Greek Monotonic

πωγωνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει γενειάδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πωγωνοφόρος: ирон. брадоносный, бородатый (ὁ κυνικός Anth.).

Middle Liddell

φέρω
wearing a beard, Anth.