στρατύλλαξ: Difference between revisions
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />(κωμική λ.) <b>υποκορ.</b> [[ασήμαντος]] [[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]], με εκφραστικό [[ένθημα]] -<i>υλλ</i>- και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ( | |mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />(κωμική λ.) <b>υποκορ.</b> [[ασήμαντος]] [[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]], με εκφραστικό [[ένθημα]] -<i>υλλ</i>- και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[σκύλαξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, perhaps Comic Dim. of στρατηγός, toy captain, Cic. Att.16.15.3.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτύλλαξ: ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα -υλλ- και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ)].