συμπερασματικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπερασματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπέρασμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
|elnltext=συμπερασματικός --όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συμπερασματικός --όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).
|lstext='''συμπερασματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπέρασμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμπερασματικός]], ή, όν<br />[[conclusive]]: adv. -κῶς, Arist.
|mdlsjtxt=[[συμπερασματικός]], ή, όν<br />[[conclusive]]: adv. -κῶς, Arist.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερασματικός Medium diacritics: συμπερασματικός Low diacritics: συμπερασματικός Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symperasmatikós Transliteration B: symperasmatikos Transliteration C: symperasmatikos Beta Code: sumperasmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. -κῶς Arist.Rh.1401a3.

German (Pape)

[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπερασματικός -ή -όν [συμπέρασμα] alleen adv. συμπερασματικῶς alsof je een logische conclusie trekt (die door een syllogisme bereikt is).

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.

Greek Monotonic

συμπερασματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην επίτευξη ή την αποπεράτωση, τελειωτικός, συγκεφαλαιωτικός· επίρρ. -κῶς, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

Middle Liddell

συμπερασματικός, ή, όν
conclusive: adv. -κῶς, Arist.