δάσυμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=da/suma
|Beta Code=da/suma
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[τράχωμα]]., Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.45</span>.
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[τράχωμα]]., Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.45</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131.
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δάσυμα]], το (Α)<br />το [[τράχωμα]] των ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] ([[πρβλ]]. [[γλώσσημα]]-[[γλώσσα]], [[γαμήλευμα]]-[[γαμήλιος]])].
|mltxt=[[δάσυμα]], το (Α)<br />το [[τράχωμα]] των ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] ([[πρβλ]]. [[γλώσσημα]]-[[γλώσσα]], [[γαμήλευμα]]-[[γαμήλιος]])].
}}
}}

Revision as of 10:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσῡμα Medium diacritics: δάσυμα Low diacritics: δάσυμα Capitals: ΔΑΣΥΜΑ
Transliteration A: dásyma Transliteration B: dasyma Transliteration C: dasyma Beta Code: da/suma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].