θερμόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=qermo/boulos
|Beta Code=qermo/boulos
|Definition=ον, [[hot-tempered]], [[rash]], σπλάγχνον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>858</span>; parodied in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 119</span>; ἄνθρωπος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.17</span>.
|Definition=ον, [[hot-tempered]], [[rash]], σπλάγχνον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>858</span>; parodied in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 119</span>; ἄνθρωπος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.17</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux pensées ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βουλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμόβουλος''': -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, [[ὁρμητικός]], Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.
|lstext='''θερμόβουλος''': -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, [[ὁρμητικός]], Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux pensées ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βουλή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμόβουλος Medium diacritics: θερμόβουλος Low diacritics: θερμόβουλος Capitals: ΘΕΡΜΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: thermóboulos Transliteration B: thermoboulos Transliteration C: thermovoulos Beta Code: qermo/boulos

English (LSJ)

ον, hot-tempered, rash, σπλάγχνον E.Fr.858; parodied in Ar.Ach. 119; ἄνθρωπος Ael.NA8.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées ardentes.
Étymologie: θερμός, βουλή.

Greek (Liddell-Scott)

θερμόβουλος: -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, ὁρμητικός, Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.

Greek Monolingual

θερμόβουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δίβουλος, επίβουλος, σύμβουλος].

Greek Monotonic

θερμόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, βαμμένος, μαλακωμένος, σε Ευρ. παρά Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θερμόβουλος: горячий, пламенный (σπλάγχνον Eur.).

Middle Liddell

θερμό-βουλος, ον βουλή
hot-tempered, Eur. ap. Ar.