κακοθημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, Unordentlichkeit, Ggstz [[εὐθημοσύνη]], Hes. O. 474.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, Unordentlichkeit, Ggstz [[εὐθημοσύνη]], Hes. O. 474.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοθημοσύνη''': ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ [[ἑαυτοῦ]], [[ἀταξία]], ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.
|lstext='''κᾰκοθημοσύνη''': ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ [[ἑαυτοῦ]], [[ἀταξία]], ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:21, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθημοσύνη Medium diacritics: κακοθημοσύνη Low diacritics: κακοθημοσύνη Capitals: ΚΑΚΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kakothēmosýnē Transliteration B: kakothēmosynē Transliteration C: kakothimosyni Beta Code: kakoqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, disorderliness, Hes.Op.472.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unordentlichkeit, Ggstz εὐθημοσύνη, Hes. O. 474.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
désordre, trouble.
Étymologie: κακός, τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθημοσύνη: ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ ἑαυτοῦ, ἀταξία, ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.

Greek Monolingual

κακοθημοσύνη, ἡ (Α)
αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθήμων < κακ(ο)- + ρίζα -θη- του τίθημι + επίθημα -μων (πρβλ. ευ-θημοσύνη)].

Greek Monotonic

κᾰκοθημοσύνη: ἡ (τί-θημι), αταξία, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθημοσύνη:беспорядочность, неразбериха Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθημοσύνη -ης, ἡ [κακός, τίθημι] slecht beheer.

Middle Liddell

κᾰκο-θημοσύνη, ἡ, τίθημι
disorderliness, Hes.