κενόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.
}}
{{elnl
|elnltext=κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.
}}
{{elru
|elrutext='''κενόδοξος:''' [[тщеславный]] Polyb., Diod., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κενόδοξος]], -ον)<br />αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη [[δόξα]], [[δοξομανής]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αλαζόνας]], [[φαντασμένος]], [[περήφανος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κενόδοξον</i><br />α) [[ματαιοδοξία]]<br />β) [[αλαζονεία]]<br />γ) τα [[μεγαλεία]] («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κενοδόξως]] (Α [[κενοδόξως]])<br />με [[κενοδοξία]], ματαιόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[ορθό]]-<i>δοξος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>δοξος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κενόδοξος]], -ον)<br />αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη [[δόξα]], [[δοξομανής]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αλαζόνας]], [[φαντασμένος]], [[περήφανος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κενόδοξον</i><br />α) [[ματαιοδοξία]]<br />β) [[αλαζονεία]]<br />γ) τα [[μεγαλεία]] («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κενοδόξως]] (Α [[κενοδόξως]])<br />με [[κενοδοξία]], ματαιόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[ορθό]]-<i>δοξος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>δοξος</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.
}}
{{elru
|elrutext='''κενόδοξος:''' [[тщеславный]] Polyb., Diod., NT.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kenÒdoxoj 咳挪-多克索士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':空的-看來好像(的)<br />'''字義溯源''':虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由([[κενός]])*=虛空的)與([[δόξα]])=榮耀)組成,其中 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)。參讀 ([[κενός]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 虛榮(1) 加5:26
|sngr='''原文音譯''':kenÒdoxoj 咳挪-多克索士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':空的-看來好像(的)<br />'''字義溯源''':虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由([[κενός]])*=虛空的)與([[δόξα]])=榮耀)組成,其中 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)。參讀 ([[κενός]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 虛榮(1) 加5:26
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόδοξος Medium diacritics: κενόδοξος Low diacritics: κενόδοξος Capitals: ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kenódoxos Transliteration B: kenodoxos Transliteration C: kenodoksos Beta Code: keno/docos

English (LSJ)

ον, vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.

German (Pape)

[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.

Russian (Dvoretsky)

κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.

Greek (Liddell-Scott)

κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.

English (Strong)

from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.

English (Thayer)

κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξωςκενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].

Chinese

原文音譯:kenÒdoxoj 咳挪-多克索士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空的-看來好像(的)
字義溯源:虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 虛榮(1) 加5:26