κλήδην: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1450.png Seite 1450]] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 [[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1450.png Seite 1450]] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 [[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />nominativement.<br />'''Étymologie:''' R. Καλ > Κλη, appeler, -δην. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλήδην''': Ἐπιρρ. ([[καλέω]]) κατ’ [[ὄνομα]], [[ὡσαύτως]] [[ὀνομακλήδην]], Ἰλ. Ι. 11. | |lstext='''κλήδην''': Ἐπιρρ. ([[καλέω]]) κατ’ [[ὄνομα]], [[ὡσαύτως]] [[ὀνομακλήδην]], Ἰλ. Ι. 11. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:37, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv., (καλέω) by name, Il.9.11.
German (Pape)
[Seite 1450] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον.
French (Bailly abrégé)
adv.
nominativement.
Étymologie: R. Καλ > Κλη, appeler, -δην.
Greek (Liddell-Scott)
κλήδην: Ἐπιρρ. (καλέω) κατ’ ὄνομα, ὡσαύτως ὀνομακλήδην, Ἰλ. Ι. 11.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].
Greek Monotonic
κλήδην: επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλήδην: adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλήδην [καλέω] adv., bij naam.