κτενίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1518.png Seite 1518]] [[kämmen]]; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ [[βοστρυχίζω]] διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1518.png Seite 1518]] [[kämmen]]; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ [[βοστρυχίζω]] διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />peigner;<br /><i><b>Moy.</b></i> κτενίζομαι peigner sur soi : [[τὰς]] κόμας HDT se peigner les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[κτείς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κτενίζω''': καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ [[Πλάτων]] τοὺς [[ἑαυτοῦ]] διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.
|lstext='''κτενίζω''': καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ [[Πλάτων]] τοὺς [[ἑαυτοῦ]] διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />peigner;<br /><i><b>Moy.</b></i> κτενίζομαι peigner sur soi : [[τὰς]] κόμας HDT se peigner les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[κτείς]].
}}
}}
{{grml
{{grml