κραναήπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kranah/pedos
|Beta Code=kranah/pedos
|Definition=ον, [[with hard rocky soil]], h.Ap.72.
|Definition=ον, [[with hard rocky soil]], h.Ap.72.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol dur <i>ou</i> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κραναός]], [[πέδον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰνᾰήπεδος''': -ον, ἔχων [[ἔδαφος]] τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.
|lstext='''κρᾰνᾰήπεδος''': -ον, ἔχων [[ἔδαφος]] τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol dur <i>ou</i> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κραναός]], [[πέδον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

ον, with hard rocky soil, h.Ap.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.