μαρμαρύσσω: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαρμαρύσσω]] και [[μαρμαρύζω]] (Α) [[μαρμαρυγή]]<br /><b>1.</b> (για τα μάτια) [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> (για τα άστρα) [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[αστραποβολώ]]. | |mltxt=[[μαρμαρύσσω]] και [[μαρμαρύζω]] (Α) [[μαρμαρυγή]]<br /><b>1.</b> (για τα μάτια) [[ακτινοβολώ]], [[λάμπω]]<br /><b>2.</b> (για τα άστρα) [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[αστραποβολώ]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[μαρμαίρω]], Sp., vgl. [[ἀμαρύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
flash, sparkle, Them.Or.20.235b; of the eyes, Adam.1.16, al.; of stars, twinkle, Jul.Gal.356e.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρύσσω: μαρμαίρω, Τατιαν. 856Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 257C.
Greek Monolingual
μαρμαρύσσω και μαρμαρύζω (Α) μαρμαρυγή
1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω
2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ.