μακροτέρως: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=makrote/rws | |Beta Code=makrote/rws | ||
|Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], [[for a longer time]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.117</span>; [[to a greater degree]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>; [[at greater length]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1410b18</span>: | |Definition=Adv. Comp. of [[μακρός]], [[for a longer time]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.117</span>; [[to a greater degree]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>258c</span>; [[at greater length]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1410b18</span>: | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[μακρῶς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3. | |lstext='''μακροτέρως''': Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[μακρός]], περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. Comp. of μακρός, for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
Greek (Liddell-Scott)
μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
Greek Monolingual
μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.
Greek Monotonic
μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.