μυέλινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] von Mark, markig, [[πυγή]], Diosc. 1 (XII, 37).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] von Mark, markig, [[πυγή]], Diosc. 1 (XII, 37).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />tendre comme la moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυέλῐνος''': -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.
|lstext='''μυέλῐνος''': -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />tendre comme la moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:38, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυέλῐνος Medium diacritics: μυέλινος Low diacritics: μυέλινος Capitals: ΜΥΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: myélinos Transliteration B: myelinos Transliteration C: myelinos Beta Code: mue/linos

English (LSJ)

η, ον, soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.

Greek (Liddell-Scott)

μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.

Greek Monotonic

μυέλῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡέλῐνος: мягкий как мозг, нежный (πυγή Anth.).

Middle Liddell

μυέλῐνος, η, ον
of marrow; = μυελόεις, Anth. [from μυελός