Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφλεγής:''' раскаленный, перен. огненно-красный, багровый ([[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφλεγής]], -ές (A) [[επιφλέγω]]<br />αυτός που [[είναι]] [[φλογώδης]] στην [[επιφάνεια]], που έχει κατακόκκινη [[επιφάνεια]] («οἷς [[περί]] τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι [[χρῶμα]] δυσόργητοι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιφλεγής]], -ές (A) [[επιφλέγω]]<br />αυτός που [[είναι]] [[φλογώδης]] στην [[επιφάνεια]], που έχει κατακόκκινη [[επιφάνεια]] («οἷς [[περί]] τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι [[χρῶμα]] δυσόργητοι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφλεγής:''' раскаленный, перен. огненно-красный, багровый ([[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφλεγής Medium diacritics: ἐπιφλεγής Low diacritics: επιφλεγής Capitals: ΕΠΙΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: epiphlegḗs Transliteration B: epiphlegēs Transliteration C: epiflegis Beta Code: e)piflegh/s

English (LSJ)

ές, (φλέγω)fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.

German (Pape)

[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφλεγής: раскаленный, перен. огненно-красный, багровый (χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.

Greek Monolingual

ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).