Κιμμέριοι: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*kimme/rioi | |Beta Code=*kimme/rioi | ||
|Definition=οἱ, <span class="title">Cimmerians</span>, a mythical people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, <span class="bibl">Od.11.14</span>; later, a nomad people of the steppes, who invaded Asia Minor, <span class="bibl">Hdt.1.15</span>, etc.:—also Κίμμεροι, Lyc.695:—Adj. Κιμμερικός, ή, όν, <span class="title">Cimmerian</span>: K. [[ἰσθμός]] [[the Crimea]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>730</span>; K. Βόσπορος <span class="bibl">Str.1.1.10</span>, al.:—also Κιμμέριος, α, ον, <span class="bibl">Hdt.4.12</span>; <b class="b3">ἡ Κιμμερίη</b> (sc. [[γῆ]]) ibid.: Κιμμερίς, ίδος, ἡ, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 478</span>, <span class="bibl">Apollod.2.1.3</span>. | |Definition=οἱ, <span class="title">Cimmerians</span>, a mythical people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, <span class="bibl">Od.11.14</span>; later, a nomad people of the steppes, who invaded Asia Minor, <span class="bibl">Hdt.1.15</span>, etc.:—also Κίμμεροι, Lyc.695:—Adj. Κιμμερικός, ή, όν, <span class="title">Cimmerian</span>: K. [[ἰσθμός]] [[the Crimea]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>730</span>; K. Βόσπορος <span class="bibl">Str.1.1.10</span>, al.:—also Κιμμέριος, α, ον, <span class="bibl">Hdt.4.12</span>; <b class="b3">ἡ Κιμμερίη</b> (sc. [[γῆ]]) ibid.: Κιμμερίς, ίδος, ἡ, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span> 478</span>, <span class="bibl">Apollod.2.1.3</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κιμμέριοι:''' οἱ киммерийцы<br /><b class="num">1)</b> баснословный народ, живший на крайнем западе, в стране вечной тьмы Hom.,;<br /><b class="num">2)</b> племя, населявшее Херсонес Таврический Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κιμμέριοι:''' οἱ, οι [[Κιμμέριοι]], άνθρωποι που κατοικούσαν πέρα από τον Ωκεανό στο αιώνιο [[σκοτάδι]], σε Ομήρ. Οδ.· στην μεταγεν. [[γεωγραφία]], [[λαός]] γύρω από τα έλη της Μαιώτιδος, σε Ηρόδ.· επίθ. [[Κιμμερικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[Κιμμερικός]], ο από την Κιμμερία, Κ. [[ἰσθμός]], της Κριμαίας, σε Αισχύλ.· [[Κιμμέριος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''Κιμμέριοι:''' οἱ, οι [[Κιμμέριοι]], άνθρωποι που κατοικούσαν πέρα από τον Ωκεανό στο αιώνιο [[σκοτάδι]], σε Ομήρ. Οδ.· στην μεταγεν. [[γεωγραφία]], [[λαός]] γύρω από τα έλη της Μαιώτιδος, σε Ηρόδ.· επίθ. [[Κιμμερικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[Κιμμερικός]], ο από την Κιμμερία, Κ. [[ἰσθμός]], της Κριμαίας, σε Αισχύλ.· [[Κιμμέριος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 12:20, 3 October 2022
English (LSJ)
οἱ, Cimmerians, a mythical people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, Od.11.14; later, a nomad people of the steppes, who invaded Asia Minor, Hdt.1.15, etc.:—also Κίμμεροι, Lyc.695:—Adj. Κιμμερικός, ή, όν, Cimmerian: K. ἰσθμός the Crimea, A.Pr.730; K. Βόσπορος Str.1.1.10, al.:—also Κιμμέριος, α, ον, Hdt.4.12; ἡ Κιμμερίη (sc. γῆ) ibid.: Κιμμερίς, ίδος, ἡ, Arist.Fr. 478, Apollod.2.1.3.
Russian (Dvoretsky)
Κιμμέριοι: οἱ киммерийцы
1) баснословный народ, живший на крайнем западе, в стране вечной тьмы Hom.,;
2) племя, населявшее Херсонес Таврический Her.
Greek (Liddell-Scott)
Κιμμέριοι: οἱ, λαὸς μυθικὸς ζῶν πέραν τοῦ Ὠκεανοῦ ἐν διηνεκεῖ σκότει, Ὀδ. Λ. 14· βραδύτερον, λαὸς κατοικῶν περὶ τὰ ἕλη τῆς Μαιώτιδος, Ἡρόδ. 1. 15., 4. 12· ― ὡσαύτως Κίμμεροι, Λυκόφρ. 695· ― ἐπίθ. Κιμμερικός, ή, όν, Κ. ἰσθμός, τῆς Κριμαίας, Αἰσχύλ. Πρ. 730· Κ. Βόσπορος, ὁ πορθμὸς τῆς Μαιώτιδος λίμνης (δηλ. τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης), Στράβ. κτλ.· ― ὡσαύτως Κιμμέριος, α, ον, Ἡρόδ. 4. 12· ἡ Κιμμερία (δηλ. γῆ) αὐτόθι· ὡσαύτως Κιμμερίς, ίδος, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 438, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.
English (Autenrieth)
the Cimmerians, a fabulous people dwelling at the entrance of Hades, Od. 11.14†.
Greek Monotonic
Κιμμέριοι: οἱ, οι Κιμμέριοι, άνθρωποι που κατοικούσαν πέρα από τον Ωκεανό στο αιώνιο σκοτάδι, σε Ομήρ. Οδ.· στην μεταγεν. γεωγραφία, λαός γύρω από τα έλη της Μαιώτιδος, σε Ηρόδ.· επίθ. Κιμμερικός, -ή, -όν, Κιμμερικός, ο από την Κιμμερία, Κ. ἰσθμός, της Κριμαίας, σε Αισχύλ.· Κιμμέριος, -α, -ον, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: `mythical people beyond the Ocean (λ 14); in historical times a people of Asia Minor, s. Von der Mühl, Mus. Helvet.16 (1969) 145-151.
Derivatives: Κιμμερίς (Arist.), Κιμμερικός (A.), κιμμερικόν womans cloth, κιμβερικόν χιτωνίσκου εἶδος πολυτελοῦς, ο λέγεται στατός.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: Heubeck, Hermes 91 (1963) recalls κάμμερος ἁχλύς; κέμμερος ἁχλύς, ὀμίχλη H. (proposed to derive from Hitt. kammara-). The word could be a loan from Anatolia. Ivantchik, Les Cimmériens au Proche Orient, Fribourg-Göttingen 1993, 127-154; from *Gimer- or *Gimir-. Perh. an Iranian people, but no etym.
Middle Liddell
Κιμμέριοι, οἱ,
the Cimmerians, a people dwelling beyond the Ocean in perpetual darkness, Od.: in later geography, a people about the Palus Maeotis, Hdt.