εὐάντυξ: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] υγος, mit einer schönen [[ἄντυξ]], nach Suid. = [[εὐάξων]]. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] υγος, mit einer schönen [[ἄντυξ]], nach Suid. = [[εὐάξων]]. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />à la belle voûte.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄντυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
|lstext='''εὐάντυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />à la belle voûte.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄντυξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάντυξ Medium diacritics: εὐάντυξ Low diacritics: ευάντυξ Capitals: ΕΥΑΝΤΥΞ
Transliteration A: euántyx Transliteration B: euantyx Transliteration C: evantyks Beta Code: eu)a/ntuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot, with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).

German (Pape)

[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.

Greek Monolingual

εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].

Greek Monotonic

εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,
finely vaulted, Anth.