εὐστροφία: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)strofi/a
|Beta Code=eu)strofi/a
|Definition=ἡ, [[suppleness]], [[versatility]], ἔν τινι <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.178</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.23</span>; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>14.35</span>.
|Definition=ἡ, [[suppleness]], [[versatility]], ἔν τινι <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.178</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.23</span>; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>14.35</span>.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστροφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστροφία''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ στρέφεσθαι, [[εὐκινησία]], [[ἐπιτηδειότης]], ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.
|lstext='''εὐστροφία''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ στρέφεσθαι, [[εὐκινησία]], [[ἐπιτηδειότης]], ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστροφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφία Medium diacritics: εὐστροφία Low diacritics: ευστροφία Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: eustrophía Transliteration B: eustrophia Transliteration C: efstrofia Beta Code: eu)strofi/a

English (LSJ)

ἡ, suppleness, versatility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφία:гибкость, изворотливость (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).