εὔμνηστος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se souvient fidèlement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], μιμνῄσκομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμνηστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[εὔμναστος]]), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
|lstext='''εὔμνηστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[εὔμναστος]]), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se souvient fidèlement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], μιμνῄσκομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμνηστος Medium diacritics: εὔμνηστος Low diacritics: εύμνηστος Capitals: ΕΥΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: eúmnēstos Transliteration B: eumnēstos Transliteration C: eymnistos Beta Code: eu)/mnhstos

English (LSJ)

Dor. εὔ-μναστος, ον, well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.

German (Pape)

[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.

Greek Monolingual

εὔμνηστος, -ον, δωρ. τ. εὔμναστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)].

Greek Monotonic

εὔμνηστος: Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται καλά, επιμελής, προσεκτικός σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμνηστος: дор. εὔμνᾱστος 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.).

Middle Liddell


well-remembering, mindful of a thing, c. gen., Soph.