οὔλω: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0414.png Seite 414]] ganz, heil sein, gesund sein, kommt nur im imperat. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε vor, Od. 24, 402, H. h. Apoll. 466, sei heil, wohl, Glück zu! vgl. Buttmann Lexil. I, 190. Nach Hesych. auch [[οὐλέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0414.png Seite 414]] ganz, heil sein, gesund sein, kommt nur im imperat. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε vor, Od. 24, 402, H. h. Apoll. 466, sei heil, wohl, Glück zu! vgl. Buttmann Lexil. I, 190. Nach Hesych. auch [[οὐλέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. impér.</i> [[οὖλε]];<br />salut ! portez-vous bien ! adieu !.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὅλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔλω''': ([[οὖλος]] Α) εἶμαι [[ὁλόκληρος]], [[ἀκέραιος]], ἢ [[ὑγιὴς]] (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. [[οὖλε]], χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις [[οὐλέω]] μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ. | |lstext='''οὔλω''': ([[οὖλος]] Α) εἶμαι [[ὁλόκληρος]], [[ἀκέραιος]], ἢ [[ὑγιὴς]] (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. [[οὖλε]], χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις [[οὐλέω]] μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:34, 1 October 2022
English (LSJ)
(οὖλος A) to be whole or sound (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Str.14.1.6), used by Hom. in imper. οὖλε, as a salutation, health to thee, οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε health and joy be with thee, Od.24.402, cf.h.Ap.466:— a form οὐλέω is cited by Hsch. (οὐλείοιεν· ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν) and Greg. Cor.p.491S.
German (Pape)
[Seite 414] ganz, heil sein, gesund sein, kommt nur im imperat. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε vor, Od. 24, 402, H. h. Apoll. 466, sei heil, wohl, Glück zu! vgl. Buttmann Lexil. I, 190. Nach Hesych. auch οὐλέω.
French (Bailly abrégé)
seul. impér. οὖλε;
salut ! portez-vous bien ! adieu !.
Étymologie: DELG ὅλος.
Greek (Liddell-Scott)
οὔλω: (οὖλος Α) εἶμαι ὁλόκληρος, ἀκέραιος, ἢ ὑγιὴς (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. οὖλε, χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις οὐλέω μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ.
Greek Monotonic
οὔλω: (οὖλος Α), είμαι ολόκληρος, πλήρης ή σώος, ακέραιος, προστ. οὖλε, Λατ. salve, ως χαιρετισμός, γεια σου, οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, να έχεις υγεία και χαρά, γεια και χαρά σου, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
οὔλω, [οὖλος1]
to be whole or sound, imperat. οὖλε, Lat. salve, as a salutation, health to thee, οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε health and joy be with thee, Od.