Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράστομος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] στόματα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] αιχμές, [[τέσσερεις]] κόψεις («[[τετράστομος]] [[πέλεκυς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] στόματα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] αιχμές, [[τέσσερεις]] κόψεις («[[τετράστομος]] [[πέλεκυς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[πεντάστομος]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστομος Medium diacritics: τετράστομος Low diacritics: τετράστομος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tetrástomos Transliteration B: tetrastomos Transliteration C: tetrastomos Beta Code: tetra/stomos

English (LSJ)

ον, four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντάστομος].