τηλέπυλος: Difference between revisions
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl.: μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl.: μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux portes éloignées les unes des autres, <i>càd</i> à la vaste enceinte.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[πύλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλέπῠλος''': -ον, ὁ ἔχων πύλας [[λίαν]] [[ἀλλήλων]] διισταμένας, κειμένας [[πόρρω]] [[ἀλλήλων]], τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον [[ὄνομα]] πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''τηλέπῠλος''': -ον, ὁ ἔχων πύλας [[λίαν]] [[ἀλλήλων]] διισταμένας, κειμένας [[πόρρω]] [[ἀλλήλων]], τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον [[ὄνομα]] πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with gates far apart, τ. Λαιστρυγονίην Od.10.82, 23.318; but it is now written Τηλέπυλον as a pr. n., Laestrygonian Telepylus.
German (Pape)
[Seite 1106] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl.: μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes éloignées les unes des autres, càd à la vaste enceinte.
Étymologie: τῆλε, πύλη.
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας λίαν ἀλλήλων διισταμένας, κειμένας πόρρω ἀλλήλων, τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον ὄνομα πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πύλες σε μεγάλη απόσταση τη μια από την άλλη («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. ὑψί-πυλος].
Greek Monotonic
τηλέπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες που βρίσκονται μακριά μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ.