τυφλώψ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, / [[τυφλώψ]], -ῶπος, ο, ΝΑ, και [[τυφλώψ]], ἡ, Α<br />ο [[τυφλίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] οφιδίων, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]], στο οποίο ανήκει και ο [[τυφλίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] τυφλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρογγυλ</i>-<i>ώψ</i>]. | |mltxt=ο, / [[τυφλώψ]], -ῶπος, ο, ΝΑ, και [[τυφλώψ]], ἡ, Α<br />ο [[τυφλίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] οφιδίων, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]], στο οποίο ανήκει και ο [[τυφλίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] τυφλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρογγυλ</i>-<i>ώψ</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῶπος, ὁ, ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>mit blindem [[Gesicht]], [[blind]]</i>, Arcad. 94.<br><b class="num">2</b> = [[τύφλινος]], Nic. <i>Th</i>. 492; Ael. <i>H.A</i>. 8.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 24 November 2022
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) blind-eyed, blind, v. τυφλίνης.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τυφλός, καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. τυφλίνης.
Greek Monolingual
ο, / τυφλώψ, -ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α
ο τυφλίνος
νεοελλ.
γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος
αρχ.
1. τυφλός
2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -ώψ (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. στρογγυλ-ώψ].
German (Pape)
ῶπος, ὁ, ἡ,
1 mit blindem Gesicht, blind, Arcad. 94.
2 = τύφλινος, Nic. Th. 492; Ael. H.A. 8.13.