ἀσύνακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)su/naktos
|Beta Code=a)su/naktos
|Definition=ον, [[incompatible]], [[incoherent]], [[illogical]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>14</span>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>44</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.137</span>.
|Definition=ον, [[incompatible]], [[incoherent]], [[illogical]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>14</span>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>44</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.137</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incongruente]], [[ilógico]], [[no concluyente]] de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente</i> Phld.<i>Sign</i>.14.2, λόγοι Epict.<i>Ench</i>.44, S.E.<i>P</i>.2.137, cf. <i>M</i>.8.120<br /><b class="num">•</b>[[inconciliable]] τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.<i>Epict</i>.2.1.3.<br /><b class="num">2</b> [[no admitido en la comunidad]], [[proscrito]] por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A<br /><b class="num">•</b>[[excomulgado]] τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.<i>Agath</i>.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύνακτος''': -ον, [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύμπλεκτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἄλογος]], Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν [[ὅταν]] τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ [[οὕτως]] ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «[[ἐξώβλητος]]» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
|lstext='''ἀσύνακτος''': -ον, [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύμπλεκτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἄλογος]], Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν [[ὅταν]] τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ [[οὕτως]] ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «[[ἐξώβλητος]]» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incongruente]], [[ilógico]], [[no concluyente]] de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente</i> Phld.<i>Sign</i>.14.2, λόγοι Epict.<i>Ench</i>.44, S.E.<i>P</i>.2.137, cf. <i>M</i>.8.120<br /><b class="num">•</b>[[inconciliable]] τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.<i>Epict</i>.2.1.3.<br /><b class="num">2</b> [[no admitido en la comunidad]], [[proscrito]] por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A<br /><b class="num">•</b>[[excomulgado]] τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.<i>Agath</i>.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνακτος Medium diacritics: ἀσύνακτος Low diacritics: ασύνακτος Capitals: ΑΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asýnaktos Transliteration B: asynaktos Transliteration C: asynaktos Beta Code: a)su/naktos

English (LSJ)

ον, incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.

Spanish (DGE)

-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.

German (Pape)

[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.

Greek Monolingual

και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).