ἠπειρόω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1174.png Seite 1174]] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1174.png Seite 1174]] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transformer en terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπειρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις [[πολλάκις]] καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. [[γίνομαι]] [[ἤπειρος]], καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
|lstext='''ἠπειρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις [[πολλάκις]] καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. [[γίνομαι]] [[ἤπειρος]], καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transformer en terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρόω Medium diacritics: ἠπειρόω Low diacritics: ηπειρόω Capitals: ΗΠΕΙΡΟΩ
Transliteration A: ēpeiróō Transliteration B: ēpeiroō Transliteration C: ipeiroo Beta Code: h)peiro/w

English (LSJ)

to make into mainland, opp. θαλαττόω, Arist.Mu.400a28; βυθόν AP9.670:—Pass., to become so, Th.2.102, Ph.2.511.

German (Pape)

[Seite 1174] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transformer en terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρόω: μεταβάλλω εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις πολλάκις καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. γίνομαι ἤπειρος, καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.

Greek Monotonic

ἠπειρόω: μεταβάλλω σε ξηρά, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ήπειρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρόω:
1) превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);
2) делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).

Middle Liddell

[from ἤπειρος
to make into mainland, Anth.:—Pass. to become so, Thuc.