ὑποκλάζω: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λυγίζω]] λίγο τα γόνατα («[[ὕπτιος]] [[αὐτοκύλιστος]] ὑπώκλασε | |mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λυγίζω]] λίγο τα γόνατα («[[ὕπτιος]] [[αὐτοκύλιστος]] ὑπώκλασε ταῦρος ἀρούρη», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για λύχνο) [[σβήνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ἄρχεται ἤδη [[λύχνος]] ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῖς μητράσιν», Λόγγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη»].<br /><b>(II)</b><br />Α<br />[[βογγώ]], [[γογγύζω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλάζω]] «[[βγάζω]] οξύ, διαπεραστικό ήχο, [[κράζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποκλάζω:''' оседать, перен. гаснуть ([[λύχνος]] ὑποκλάζεται Anth.). | |elrutext='''ὑποκλάζω:''' оседать, перен. гаснуть ([[λύχνος]] ὑποκλάζεται Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 3 October 2022
English (LSJ)
A bend the knees under one, sink down, Hld.7.7, Nonn.D.43.47; ὑ. τινί bow the knee before... ib.47. 627; ἄρνες ταῖς μητράσιν ὑποκλάσαντες τὴν θηλὴν ἔσπασαν Longus 3.13 (ὑ. αὑτοὺς codd.); ὑπώκλασε γαῖα χανοῦσα (in an earthquake) Epic. in BKT5(1) p.85 (iv B. C.): metaph. of an expiring lamp, AP 5.278 (Paul. Sil.); of a declining fever, Paul.Aeg.2.47; τὰ δ' ὑπείροχ', ὁπανίκα νεύσω, κῦρος ὑποκλάζοισ' the mighty, when I nod, bow down before my power, Hymn.Is.143.
ὑπο-κλάζω or ὑπο-κλαγγάνω, cry out a little, groan, τί μάτην ὑπέκλᾰγες; S.Ichn. 171 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1220] allmälig in die Kniee sinken, niederkauern; übertr., ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος Paul. Sil. 28 (V, 279); von sinkendem Muthe, ὑποκλασθέντα θυμὸν χαλᾶν Agath. 4 (V, 216), was aber auch von ὑποκλάω abgeleitet werden kann.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλάζω: ὀκλάζω ὀλίγον κατὰ μικρὸν κάμπτω τὰ γόνατα καὶ «ζαρώνω», Ἡλιόδ. 7. 7, Νόνν. Δ. 43. 47˙ ὑπ. τινί, κάμπτομαι, ταπεινοῦμαι ἐνώπιόν τινος, ὁ αὐτ. 47. 627˙ - μεταφορ., ἐπὶ λύχνου ἑτοίμου νὰ σβεσθῇ, Ἀνθ. Παλ. 5. 279. ΙΙ μεταβ., κατακάμπτω τινά, ὑπ. αὑτούς τινι Λόγγ. 3. 8. - Παθ., Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφ. 251, 735.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
1. λυγίζω λίγο τα γόνατα («ὕπτιος αὐτοκύλιστος ὑπώκλασε ταῦρος ἀρούρη», Νόνν.)
2. (με δοτ.) ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον
3. μτφ. (για λύχνο) σβήνω σιγά σιγά («ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)
4. (μτβ.) κάμπτω, λυγίζω («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῖς μητράσιν», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη»].
(II)
Α
βογγώ, γογγύζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλάζω «βγάζω οξύ, διαπεραστικό ήχο, κράζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλάζω: оседать, перен. гаснуть (λύχνος ὑποκλάζεται Anth.).