ὑποφώσκω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(pofw/skw
|Beta Code=u(pofw/skw
|Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφ-]]).
|Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφ-]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' [[светать]]: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]].
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' [[светать]]: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφώσκω Medium diacritics: ὑποφώσκω Low diacritics: υποφώσκω Capitals: ΥΠΟΦΩΣΚΩ
Transliteration A: hypophṓskō Transliteration B: hypophōskō Transliteration C: ypofosko Beta Code: u(pofw/skw

English (LSJ)

= ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.