ῥωγμή: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ἡ, = [[ῥωγμός]], ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ἡ, = [[ῥωγμός]], ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />déchirure, fente, crevasse.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥωγμή''': ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· [[ὡσαύτως]] ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.
|lstext='''ῥωγμή''': ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· [[ὡσαύτως]] ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />déchirure, fente, crevasse.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγμή Medium diacritics: ῥωγμή Low diacritics: ρωγμή Capitals: ΡΩΓΜΗ
Transliteration A: rhōgmḗ Transliteration B: rhōgmē Transliteration C: rogmi Beta Code: r(wgmh/

English (LSJ)

ἡ,= ῥωγή, fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.

Greek Monolingual

η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τι-μή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].

Russian (Dvoretsky)

ῥωγμή:трещина, расщелина Arst., Plut.