κα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ka
|Transliteration C=ka
|Beta Code=ka
|Beta Code=ka
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. [[ἄν]], <span class="title">SIG</span>9 (Olympia, vi B.C.), <span class="bibl">Epich.35</span>,al., <span class="title">Leg.Gort.</span>1.9, <span class="title">Foed.Delph.Pell.</span>2<span class="title">A</span>9, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 737</span>, <span class="bibl">799</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>117</span>, <span class="bibl">Th.5.77</span>, <span class="bibl">Theoc.1.4</span>. [Although long, the α is elided in <span class="bibl">Epich.170.12</span>,al., <span class="title">SIG</span>56.8 (Argos, v B.C.), <span class="title">Leg.Gort.</span>1.1, etc.]<br /><span class="bld">κᾰ</span>, shortened form of [[κατά]] used before the article, <span class="sense"><span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον <span class="title">IG</span>5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους <span class="title">SIG</span>2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα <span class="title">SIG</span>705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ <span class="title">Inscr.Magn.</span>179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], <span class="title">Inscr.Cypr.</span>135.5 H., <span class="title">Schwyzer</span> 683.8.</span>
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. [[κε]] ([[κεν]]),= Att., Arc. [[ἄν]], ''SIG''9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., ''Leg.Gort.''1.9, ''Foed.Delph.Pell.''2''A''9, Ar.''Ach.'' 737, 799, ''Lys.''117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., ''SIG''56.8 (Argos, v B.C.), ''Leg.Gort.''1.1, etc.]<br><span class="bld">κᾰ</span>, shortened form of [[κατά]] used before the article,<br><span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον ''IG''5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους ''SIG''2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα ''SIG''705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ ''Inscr.Magn.''179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc.<br><span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], ''Inscr.Cypr.''135.5 H., ''Schwyzer'' 683.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:29, 27 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱ Medium diacritics: κα Low diacritics: κα Capitals: ΚΑ
Transliteration A: ka Transliteration B: ka Transliteration C: ka Beta Code: ka

English (LSJ)

Dor. for Ep., Aeol. κε (κεν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortened form of κατά used before the article,
A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc.
II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κε.

Greek Monolingual

(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).
(II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].
(III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + , δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῦς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾱ: дор. = ион. κε(ν).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pcle
See also: s. κε.

Frisk Etymology German

κα: {ka}
Meaning: Partikel
See also: s. κε.
Page 1,749